ἐπωμάδιον

ἐπωμάδιον
ἐπωμάδιος
on the shoulders
masc/fem acc sg
ἐπωμάδιος
on the shoulders
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επωμάδιος — ἐπωμάδιος, ον και ος, ία, ον (AM) αυτός που βρίσκεται στους ώμους ή φέρεται επάνω στους ώμους (α. «πτέρυγας γὰρ ἐπωμαδίας φορεῑ», Θεόκρ. β. «ἐπωμάδιον... ἔχων τόν... σταυρὸν ἔξω τῆς πύλης ἔπαθεν ὁ Ἰησοῡς», Ωριγ.) αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”